εκχείλιση

εκχείλιση
η
1. ξεχείλισμα, πλημμύρισμα
2. γέμισμα ώς τα χείλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρέκχυσις — εως, ἡ, ΜΑ [παρεκχέω] 1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα 2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», Γαλ.) αρχ. (για χυμούς) έκχυση …   Dictionary of Greek

  • υπερεκχείλιση — η, Ν υπέρμετρο ξεχείλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εκχείλιση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερεκχείλισις, μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Γούδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”